- δρυοκόπος
- ο (Α δρυοκόπος)νεοελλ.αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτηαρχ.υλοτόμος, ξυλοκόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek